δύσχρηστα

δύσχρηστα
δύσχρηστος
hard to use
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό …   Dictionary of Greek

  • δύσχρηστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται: Τα ογκώδη βιβλία είναι δύσχρηστα. 2. σπάνιος: Χρησιμοποιεί δύσχρηστους όρους στο λόγο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”